πουδραρίζω

πουδραρίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πουδραρίζω" в других словарях:

  • πουδραρίζω — Ν βλ. πουδράρω …   Dictionary of Greek

  • αμυλώνω — [άμυλο] 1. πασπαλίζω κάτι με άμυλο, πουδραρίζω 2. βυθίζω κάτι μέσα σε διάλυμα αμύλου, κολλαρίζω …   Dictionary of Greek

  • πουδράρισμα — το, Ν [πουδράρω / πουδραρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πουδράρω …   Dictionary of Greek

  • πουδράρω — και πουδραρίζω Ν [πούδρα] καλύπτω με πούδρα …   Dictionary of Greek

  • αμυλώνω — ωσα, πουδραρίζω, κολλαρίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πουδράρω — και πουδραρίζω, πασπαλίζω, βάζω πούδρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»